στρέφωσις

Revision as of 11:27, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_8)

English (LSJ)

κάλυψις ἀγγείων δέρματι γινομένη, Hsch. (cf. στέρφος).

German (Pape)

[Seite 954] ἡ, = στέρφωσις, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

στρέφωσις: -εως, ἡ, (στρεφόω) = στέρφωσις, «κάλυψις ἀγγείων δέρματι γινομένη» Ἡσύχ.