εως, ἡ,
A moulding, shaping, EM361.8, Suid.; composition, prob. l. for διάρτησις, Gal.15.102.
[Seite 601] ἡ, Gestaltung, VLL.
διάρτῐσις: -εως, ἡ, = διαρτία, Ἐτυμ. Μ. 361. 8, Σουΐδ.