ὑπερέκτισις
English (LSJ)
εως, ἡ,
A payment for any one, Hsch., Gloss. (nisi leg. ὑπερέκτεισις).
German (Pape)
[Seite 1194] εως, ἡ, Bezahlung für Einen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερέκτῐσις: -εως, ἡ, «ὑπερέκτισις· ὑπεραπότισις» Ἡσύχ.
εως, ἡ,
A payment for any one, Hsch., Gloss. (nisi leg. ὑπερέκτεισις).
[Seite 1194] εως, ἡ, Bezahlung für Einen, Sp.
ὑπερέκτῐσις: -εως, ἡ, «ὑπερέκτισις· ὑπεραπότισις» Ἡσύχ.