εως, ἡ,
A discolouring; taint, infection, Plu.2.53c.
[Seite 215] ἡ, das Anfärben, Ansteckung, Plut. Discr. ad. et am. 20.
ἀνάχρωσις: -εως, ἡ, μόλυσμα, Πλούτ. 2. 53C.