ἀποδρομή
English (LSJ)
ἡ,
A harbour of refuge, σκάφαις dub. in Peripl.M.Rubr. 3.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποδρομή: ἡ, (δραμεῖν) τὸ ἀποτρέχειν, παρέκκλισις, ἀποπλάνησις ἐκ τῆς εὐθείας ὁδοῦ, Κύριλλ. Ἀλ. τ. 2. σ. 493.
ἡ,
A harbour of refuge, σκάφαις dub. in Peripl.M.Rubr. 3.
ἀποδρομή: ἡ, (δραμεῖν) τὸ ἀποτρέχειν, παρέκκλισις, ἀποπλάνησις ἐκ τῆς εὐθείας ὁδοῦ, Κύριλλ. Ἀλ. τ. 2. σ. 493.