προσσφάζω

Revision as of 11:28, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_9)

English (LSJ)

   A slay at, Ὁρτήσιον τῷ μνήματι Plu.Brut.28.

Greek (Liddell-Scott)

προσσφάζω: ἢ -ττω, σφάζω ἐπάνω εἴς τι, λαβὼν (Ὁρτήσιον) τῷ μνήματι τοῦ ἀδελφοῦ προσέσφαξε Πλουτ. Βροῦτ. 28.