ἡ, (δέρη)
A collar, AP6.109.3 (Antip.).
[Seite 548] ἡ, Halsschlinge, Ant. Sid. 17 (VI, 109).
δεράγχη: ἡ, (δέρη) περιδέραιον, περιτραχήλιον, Ἀνθ. Π. 6. 109· - δεραγχής, ές, πνιγηρός, στενός, αὐτόθι 107.