εως, ἡ,
A entrance, arrival, Vett. Val.226.22, Hsch.s.v. ἧξις (prob.l.), Thom.Mag.p.302R.
[Seite 742] ἡ, das Hineingehen, VLL.
εἰσέλευσις: ἡ, εἴσοδος, Θωμ. Μ. 712, Παναρ. Χρον. Τραπεζ. σ. 367. 15.