[ῐ], εως, ἡ,
A squeamishness, Hsch.
[Seite 232] ἡ, Neigung zum Erbrechen, Uebelkeit, Hesych. erkl. βδελυγμός.
ναυσίᾱσις: ἡ, ναυτίασις, «βδελυγμὸς» Ἡσύχ.· ― ναυσιασμός, ὁ, ναυτία, Ἰω. Χρυσ. τ. 6, σ. 975, 13.