μετασύγκρισις

Revision as of 11:30, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_10)

German (Pape)

[Seite 155] ἡ, die Verbesserung der innern Beschaffenheit des Leibes durch Abführung der schlechten Säfte vermittelst der Poren, Medic. Vgl. μεταποροποιΐα.

Greek (Liddell-Scott)

μετασύγκρῐσις: ἡ, ἡ διὰ τῶν πόρων διαφόρησις τῶν κακῶν καὶ νοσοποιῶν χυμῶν, Διοσκ. 3. 43· ἄλλως μεταποροποίησις, Γαλην. 10. 91.