ἀντέμβασις
English (LSJ)
v. sub ἀντεμβαίνω.
German (Pape)
[Seite 246] ἡ, das Ineinandergehen, Galen.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντέμβᾰσις: ἡ, ἴδε ἐν λ. ἀντεμβαίνω.
v. sub ἀντεμβαίνω.
[Seite 246] ἡ, das Ineinandergehen, Galen.
ἀντέμβᾰσις: ἡ, ἴδε ἐν λ. ἀντεμβαίνω.