ή, όν,
A = ὀχλικός, Procl.Par.Ptol.p.218.
[Seite 430] den großen Haufen, das Volk betreffend, καὶ πολιτικὰ πράγματα, Procl.
ὀχλητικός: -ή, -όν, = ἐνοχλητικός, Πρόκλ. παράφρ. Πτολ. 3. 18.