Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
κορεστικός: -ή, -όν, «χορταστικός». ― Ἐπίρρ. κορεστικῶς, μέχρι κόρου, «χορταστικά», Σχόλ. εἰς Ἄρατ. 1049