η, ον, (κλείω B)
A far-famed, Pi.O.6.71, Fr. 194.
[Seite 664] viel od. sehr berühmt, γένος, Pind. Ol. 6, 71.
πολύκλειτος: -η, -ον, περίφημος, διάσημος, Πινδ. Ο. 6. 120, Ἀποσπ. 206.