ψυχινός
English (LSJ)
ή, όν,
A v. ψυχεινός.
German (Pape)
[Seite 1404] = ψυχεινός, Theophr., zw.
Greek (Liddell-Scott)
ψῡχῐνός: -ή, -όν, ἴδε ἐν λ. ψυχεινός.
ή, όν,
A v. ψυχεινός.
[Seite 1404] = ψυχεινός, Theophr., zw.
ψῡχῐνός: -ή, -όν, ἴδε ἐν λ. ψυχεινός.