πυριατός
English (LSJ)
ή, όν,
A heated in or for a bath, κέραμος Gal.19.86; but πυριατόν· τὸ ἑφθὸν πυρί, ὃ γίνεται ἐκ τοῦ πρώτου γάλακτος, Hsch.
German (Pape)
[Seite 822] durch das trockene Schwitzbad erwärmt, Sp. = πυριάτη.
Greek (Liddell-Scott)
πῠριᾱτός: -ή, -όν, θερμαινόμενος ἐν πυριατηρίῳ ἢ χρήσιμος πρὸς πυρίασιν, κέραμος, Γαλην.