ἑτοιμαστικός

Revision as of 11:31, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_11)

German (Pape)

[Seite 1052] zu-, vorbereitend, K. S.

Greek (Liddell-Scott)

ἑτοιμαστικός: -ή, -όν, ὁ ἑτοιμάζων, προπαρασκευαστικός, ἑτοιμαστικὴ φωνή, ἡ ἑτοιμάζουσα τὴν ἀκοὴν τῶν ἀνθρώπων, Ἐπιφάν. τ. 1. σ. 764Α καὶ Β.