σπαθητός

Revision as of 11:31, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_11)

English (LSJ)

ή, όν,

   A struck with the σπάθη, compactly woven, A.Fr.365, Democr.Eph. 1.

German (Pape)

[Seite 915] von Geweben, die auf dem senkrechten Webstuhle mit der σπάθη gewebt u. dichtgemacht sind; ὑφάσματα, Aesch. frg. 330, χλαῖνα, Soph. bei Poll. 7, 36.

Greek (Liddell-Scott)

σπᾰθητός: -ή, -όν, ὁ διὰ τῆς σπάθης κτυπηθείς, πυκνῶς ὑφασμένος, «κρουστός», Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 331, Σοφοκλ. παρὰ Πολυδ. Ζ΄, 36, πρβλ. Ἀθήν. 525D. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σπαθητόν· γυναικεῖον».