ή, όν,
A anxious, Sch.S.Tr.109; caused by anxiety, ὄνειροι Artem.4.2.
[Seite 134] zum Nachdenken, Sorgen geneigt, bekümmert, Sp.
μεριμνητικός: -ή, -όν, ὁ μεριμνῶν, ὁ ἔμφροντις περί τινος, Σχόλ. εἰς Σοφ. Τρ. 111.