ἀπωστικός
English (LSJ)
ή, όν,
A rejecting, δύναμις Gal.Nat.Fac.3.8.
German (Pape)
[Seite 342] fortdrängend.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπωστικός: -ή, -όν, ὁ πρὸς ἄπωσιν ἢ ἀπέλασιν κατάλληλος, Γαλην.
ή, όν,
A rejecting, δύναμις Gal.Nat.Fac.3.8.
[Seite 342] fortdrängend.
ἀπωστικός: -ή, -όν, ὁ πρὸς ἄπωσιν ἢ ἀπέλασιν κατάλληλος, Γαλην.