ή, όν,
A to be imitated or copied, X. Mem.3.10.4, etc.
[Seite 187] nachahmungswerth, Xen. Mem. 3, 10, 3.
μῑμητός: -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ μιμηθῇ ἢ παραστήσῃ, Ξεν. Ἀπομν. 3. 10, 4, κτλ. ΙΙ. μεμιμημένος, μιμητὰ τυπώματα Πολυδ. Α΄, 7.