δεικτός
English (LSJ)
ή, όν,
A capable of proof, Arist. AP0.76b27. 2 perceptible, Phlp.in Cat.88.21.
Greek (Liddell-Scott)
δεικτός: -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ ἀποδείξῃ, ἐπιδεικτικὸς ἀποδείξεως, Ἀριστ. Ἀν. Ὑστ. 1. 10, 7.
ή, όν,
A capable of proof, Arist. AP0.76b27. 2 perceptible, Phlp.in Cat.88.21.
δεικτός: -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ ἀποδείξῃ, ἐπιδεικτικὸς ἀποδείξεως, Ἀριστ. Ἀν. Ὑστ. 1. 10, 7.