ἀναστομωτικός

Revision as of 11:31, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_11)

English (LSJ)

ή, όν, = foreg., Dsc.1.4, Antyll. ap. Orib.10.25.2.

German (Pape)

[Seite 209] dasselbe, Medic., auch Eßlust erregend.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναστομωτικός: -ή, -όν, ὁ προκαλῶν ἐκροὴν αἵματος ἢ ἄλλου ὑγροῦ, τοῖς ἀναστομωτικοῖς χρώμεθα, ἐπειδὰν κάθαρσιν ἐπεσχημένην προκαλεῖσθαι θέλωμεν Ἄντυλλ. παρ᾿ Ὀρειβ. ΙΙ, 411. 11: ‒ διεγερτικὸν ὀρέξεως, Διοσκ. 1. 4.