ή, όν,
A v. ποτανός.
[Seite 689] dor. ποτανός, fliegend, geflügelt, αἰετὸς ὠκὺς ἐν ποτανοῖς, unter den Vögeln, Pin, d. N. 3, 80; ποτανᾷ μαχανᾷ, 7, 22, u. öfter; διώκει ποτανὸν ὄρνιν, Aesch. Ag. 383.
ποτηνός: -ή, -όν, ἴδε ἐν λ. ποτανός.