εως, ἡ,
A appearance, Anon.in Ptol.Tetr.5. II v. ᾰμφανσις.
ἀνάφανσις: ἡ, τὸ ἀναφαίνεσθαι, «ὑπερέθετο τὸ ἔργον εἰς ἀνάφανσιν ἔαρος» Νικήτ. Χρον. σ. 255.