μετακινητός
English (LSJ)
ή, όν,
A to be disturbed, ὁμολογία Th.5.21.
Greek (Liddell-Scott)
μετακῑνητός: -ή, -όν, ὃν δύναται τις νὰ μετακινήσῃ, νὰ διαταράξῃ ὁμολογία Θουκ. 5. 21.
ή, όν,
A to be disturbed, ὁμολογία Th.5.21.
μετακῑνητός: -ή, -όν, ὃν δύναται τις νὰ μετακινήσῃ, νὰ διαταράξῃ ὁμολογία Θουκ. 5. 21.