ἀστροβλησία
English (LSJ)
ἡ, prob. l. for -βολησία (q.v.).
German (Pape)
[Seite 377] ἡ, der Sonnenstich, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ἀστροβλησία: ἡ, πιθ. γραφ. ἀντὶ -βολησία· ἴδε καὶ Κόντ. Γλωσσ. Παρατ. σ. 507.
ἡ, prob. l. for -βολησία (q.v.).
[Seite 377] ἡ, der Sonnenstich, Theophr.
ἀστροβλησία: ἡ, πιθ. γραφ. ἀντὶ -βολησία· ἴδε καὶ Κόντ. Γλωσσ. Παρατ. σ. 507.