σκαφεία
English (LSJ)
ἡ,
A digging, hoeing, Suid.
German (Pape)
[Seite 890] das Graben, Hacken, Behacken, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
σκᾰφεία: ἡ, τὸ σκάπτειν, Σουΐδ.
ἡ,
A digging, hoeing, Suid.
[Seite 890] das Graben, Hacken, Behacken, Suid.
σκᾰφεία: ἡ, τὸ σκάπτειν, Σουΐδ.