ηγος, ὁ,
A = διάπηγμα, Apollod.Poliorc.172.7: as Adj., διάπηγες μοχλοί Ph.Byz.Mir.4.2.
διάπηξ: ηγος, ὁ, = διάπηγμα, Ἀπολλ. Πολιορκ. σ. 32.