μεταβουλία

Revision as of 11:32, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_11)

English (LSJ)

ἡ,

   A f.l. for μεταιβολία in Simon.37.17.

German (Pape)

[Seite 145] ἡ, Aenderung des Entschlusses, Willensänderung, v. l. für ματαιοβουλία.

Greek (Liddell-Scott)

μεταβουλία: ἡμαρτ. γρα. ἀντὶ μεταιβολία, ὃ ἴδε.