διευθυντήρ
English (LSJ)
ῆρος, ὁ,
A pilot, governor, Man.4.106. II δ. ψήφων accountant, auditor, Cat.Cod.Astr.2.172 (pl.).
Greek (Liddell-Scott)
διευθυντήρ: ῆρος, ὁ, διευθυντής, κυβερνήτης, Μανέθων 4. 106.
ῆρος, ὁ,
A pilot, governor, Man.4.106. II δ. ψήφων accountant, auditor, Cat.Cod.Astr.2.172 (pl.).
διευθυντήρ: ῆρος, ὁ, διευθυντής, κυβερνήτης, Μανέθων 4. 106.