κορυφιστήρ
English (LSJ)
ῆρος, ὁ,
A = κορυφαῖον 1, Poll.5.31. 2 = κορυφαία 1, Hsch.s.v. κεκρυφάλους (-αστῆρας cod.).
Greek (Liddell-Scott)
κορῠφιστήρ: ῆρος, ὁ, = τὸ στενὸν τῆς ἄρκυος, τὸ κορυφαῖον, Πολυδ. Ε΄, 31.
ῆρος, ὁ,
A = κορυφαῖον 1, Poll.5.31. 2 = κορυφαία 1, Hsch.s.v. κεκρυφάλους (-αστῆρας cod.).
κορῠφιστήρ: ῆρος, ὁ, = τὸ στενὸν τῆς ἄρκυος, τὸ κορυφαῖον, Πολυδ. Ε΄, 31.