σαρκοκήλη
English (LSJ)
ἡ,
A sarcocele, a fleshy excrescence on the testicles, cels.7.18.10, Poll.4.203, Gal.7.729.
German (Pape)
[Seite 863] ἡ, ein Fleischgewächs am Hodensacke, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
σαρκοκήλη: ἡ, πρήξιμον σκιρρῶδες περὶ τοὺς ὄρχεις, Πολύδ. Δ΄, 203, Γαλην.· ― σαρκοκηλικός, ὁ πάσχων ἐκ σαρκοκήλης, ὁ αὐτ.