φθατέω
English (LSJ)
aor. subj. φθατήσῃ, glossed φθάσῃ, Hsch.; cf. καταφθατόομαι (or rather -έομαι); also ψᾰτᾶσθαι,
A = προκαταλαμβάνειν, Id.; ψατῆσαι, = προειπεῖν, Id.
Greek (Liddell-Scott)
φθατέω: ἴδε καταφθατέομαι.
aor. subj. φθατήσῃ, glossed φθάσῃ, Hsch.; cf. καταφθατόομαι (or rather -έομαι); also ψᾰτᾶσθαι,
A = προκαταλαμβάνειν, Id.; ψατῆσαι, = προειπεῖν, Id.
φθατέω: ἴδε καταφθατέομαι.