πεδιεινός

Revision as of 11:32, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_12)

English (LSJ)

ή, όν,

   A flat, level, χῶρος Hdt.7.198 (v.l. πεδινός) ; πεδιναὶ ὑποχωρήσεις Plb.1.34.8 ; τὰ πεδινά Arist.Pr.880b28, Aen.Tact.1.2, Onos.18, Plu.Nic.26 : Comp. πεδιεινότερος Pl.Lg.704d ; πεδινώτερος X.An.5.5.2.    II of the plain, found on the plain, opp. ὄρειος, λαγώς Id.Cyn.5.17. (πεδινός, v.l. πεδεινός) ; [δένδρα] πεδεινά Thphr.HP1.8.1, cf. 3.11.2 ; πεδινὸν ἄνθος, = ἀργεμώνη, Ps.-Dsc.2.177. (πεδιεινός may have become πεδῑνός (written also πεδεινός) about 150 B.C. ; πεδῐνός is dub., since πεδινώτερος may be f. l. in X.An. l. c.)

German (Pape)

[Seite 541] = πεδιαῖος, Plat. Legg. IV, 704 d, wo Bekker πεδιεινοτέραν statt πεδινωτέραν aus fünf Handschriften hergestellt hat.

Greek (Liddell-Scott)

πεδιεινός: ἴδε πεδινός·