καταπτακών
German (Pape)
[Seite 1373] einzelner aor. II. zu καταπτήσσω, sich verbergend, Aesch. Eum. 246.
Greek (Liddell-Scott)
καταπτακών: ἴδε ῥ. καταπτήσσω.
[Seite 1373] einzelner aor. II. zu καταπτήσσω, sich verbergend, Aesch. Eum. 246.
καταπτακών: ἴδε ῥ. καταπτήσσω.