ἀλαῶπις
English (LSJ)
ιδος, ἡ, pecul. fem. of sq., Emp.49.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλαῶπις: -ιδος, ἡ, ἰδιόρρ. θηλ. τοῦ ἑπομ., Ἐμπεδ. 185, «ἀλαῶπιν», «σκοτεινήν, οὐ βλέπουσαν», Ἡσύχ.
ιδος, ἡ, pecul. fem. of sq., Emp.49.
ἀλαῶπις: -ιδος, ἡ, ἰδιόρρ. θηλ. τοῦ ἑπομ., Ἐμπεδ. 185, «ἀλαῶπιν», «σκοτεινήν, οὐ βλέπουσαν», Ἡσύχ.