πλυντρίς

Revision as of 11:33, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_12)

English (LSJ)

ίδος, ἡ, = foreg., Ar.Fr.841.    II πλυντρίς (sc. γῆ), ἡ, a kind of fuller's earth, Menestor ap. Thphr.CP2.4.3, Nicoch.4.

German (Pape)

[Seite 639] ίδος, ἡ, 1) = Vorigem. – 2) πλυντρὶς γῆ, eine Erdart, die zum Waschen, Reinigen schmutziger Kleider gebraucht wird; Theophr.; Nicochar. com. bei Poll. 7, 40.

Greek (Liddell-Scott)

πλυντρίς: -ίδος, ἡ, = τῷ προηγουμ., Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 642. ΙΙ. πλυντρὶς (ἐξυπ. γῆ), ἡ, εἶδος χώματος χρησίμου παρὰ τοῖς γναφεῦσιν εἰς κάθαρσιν ἐνδυμάτων, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 4, 3, πρβλ. Νικοχάρη ἐν «Ἡρακλεῖ γαμοῦντι» 1. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 195, 432.