διοχλίζω
English (LSJ)
A move asunder, open, Nic.Al.226 (tm.).
Greek (Liddell-Scott)
διοχλίζω: μέλλ. -ίσω, διανοίγω, Νίκ. Ἀλ. 226, Ἡσύχ. «ἀνακινῶ».
A move asunder, open, Nic.Al.226 (tm.).
διοχλίζω: μέλλ. -ίσω, διανοίγω, Νίκ. Ἀλ. 226, Ἡσύχ. «ἀνακινῶ».