καταείδω
English (LSJ)
A v. κατᾴδω. καταειδώς, v. κάτοιδα.
German (Pape)
[Seite 1348] ion. = κατᾴδω, w. m. s.
Greek (Liddell-Scott)
καταείδω: Ἰων. ἀντὶ κατᾴδω.
A v. κατᾴδω. καταειδώς, v. κάτοιδα.
[Seite 1348] ion. = κατᾴδω, w. m. s.
καταείδω: Ἰων. ἀντὶ κατᾴδω.