ιος, ἡ,
A fat paunch, Com.Adesp. 878.
[Seite 347] ὁ, Dickwanst, B. A. 55.
ὀνόγαστρις: -ιος, ἡ, ὁ ἔχων παχεῖαν γαστέρα, προγάστωρ, Κωμικ. Ἀνών. 272 («ἐπὶ τῶν ἄρρυθμον καὶ μεγάλην γαστέρα ἐχόντων» Α. Β. 54).