A tear up, ῥίζας E.Ba.1104.
[Seite 208] in die Höhereißen, Eur. Bacch. 1098, zerreißen.
ἀνασπᾰράσσω: μέλλ. -άξω, ἐξέλκω, «τραβῶ» ἐπάνω καὶ «κατακομματιάζω», ῥίζας ἀνεσπάρασσον ἀσιδήροις μοχλοῖς Εὐρ. Βάκχ. 1104.