ὑπερπετάννυμι

Revision as of 11:34, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_13a)

English (LSJ)

   A stretch over, παραπετάσματα ὑπέρ τινων D.C.43. 24.    II ὑπερπετασθῆναι is aor. of ὑπερπέτομαι (q.v.) in D.S.4.51, Luc.Rh.Pr.6.

German (Pape)

[Seite 1200] (s. πετάννυμι), darüber ausspannen, breiten; D. Cass. 43, 24; pass., D. Sic. 4, 51.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερπετάννῡμι: μέλλ. -πετάσω, πετάννυμι, ἐκτείνω, ἁπλώνω ὑπεράνω, Λουκ. Ρητόρ. Διδάσκ. 6. 11· παραπετάσματα ὑπὲρ αὐτῶν σηρικὰ ὑπερεπέτασε Δίων Κ. 43. 24. - Παθ., αἰωροῦμαι ὑπεράνω, ἐπὶ δρακόντων ὀχουμένην τὴν Ἄρτεμιν δι’ ἀέρος ὑπερπετασθῆναι πολλὰ μέρη τῆς οἰκουμένης Διόδ. 4. 51.