εἰσφαίνω

Revision as of 11:34, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_13a)

English (LSJ)

   A inform, f.l. in Philomnest. Hist.I.

German (Pape)

[Seite 746] anzeigen, Ath. III, 75 a, zur Erklärung des Wortes συκοφάντης.

Greek (Liddell-Scott)

εἰσφαίνω: μέλλ. -φᾰνῶ, πληροφορῶ, φανερώνω, τοὺς ταῦτα... εἰσφαίνοντας ἐκάλουν... συκοφάντας Φιλόμνηστος παρ’ Ἀθην. 75Α.