A arrive at, τοὺς ἐνικομένους ταῖς ἡλικίαις IG9(1).32.16 (Phocis).
[Seite 844] (s. ἱκνέομαι), hineinkommen, Theophr.
ἐνικνέομαι: μέλλ. -ίξομαι, Ἀποθ., εἰσδύω, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 13, 1.