ἐνσιτέομαι
English (LSJ)
Med.,
A feed upon, LXXJb.40.25(30).
German (Pape)
[Seite 852] darin speisen, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνσιτέομαι: μέσ., σιτοῦμαι, τρέφομαι ἐν τινι, Ἑβδ. (Ἰὼβ Μ΄, 25).
Med.,
A feed upon, LXXJb.40.25(30).
[Seite 852] darin speisen, LXX.
ἐνσιτέομαι: μέσ., σιτοῦμαι, τρέφομαι ἐν τινι, Ἑβδ. (Ἰὼβ Μ΄, 25).