διεσθίω
English (LSJ)
fut.
A -έδομαι Plu.2.170a: aor. διέφᾰγον Hp.Mul.1.2:— eat through, δ. τὴν μητέρα (v.l. μήτραν), of young vipers, Hdt.3.109, cf. Arist.HA558a30. II consume, corrode, Hp. l. c., Plu. l. c.: metaph., D.L.5.76:—Med., τὴν ψυχήν Ph.2.541.
Greek (Liddell-Scott)
διεσθίω: μέλλ. -έδομαι· ἀόρ. διέφᾰγον· -τρώγω ἐντελῶς, κατατρώγω, δ. τὴν μήτραν, ἐπὶ νεογνῶν ἐχίδνης, Ἡρόδ. 3. 109, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 5. 34, 2. ΙΙ. καταναλίσκω, κατατρώγω, Διογ. Λ. 5. 76, Πλούτ. 2. 170C· μεταφ., τὴν ψυχὴν Φίλων 2. 541.