ὁ, perh.
A = βόνασος, Arist.Mir.830a7.
[Seite 452] ὁ, = βόνασος, Arist. Mirab. 1.
βόλινθος: ὁ, ἴσως τὸ αὐτὸ καὶ βόνασος Ἀριστ. Θαυμ. 1. 2.