φυσασμός
English (LSJ)
ὁ,
A blowing, opp. ἀασμός, Arist.Pr.964a17.
German (Pape)
[Seite 1317] ὁ, das Blasen, Arist. probl. 34, 7. S. ἀασμός.
Greek (Liddell-Scott)
φυσασμός: ὁ, φύσημα ἀντίθετ. τῷ ἀασμός, Ἀριστ. Προβλ. 34. 7, 2.
ὁ,
A blowing, opp. ἀασμός, Arist.Pr.964a17.
[Seite 1317] ὁ, das Blasen, Arist. probl. 34, 7. S. ἀασμός.
φυσασμός: ὁ, φύσημα ἀντίθετ. τῷ ἀασμός, Ἀριστ. Προβλ. 34. 7, 2.