πέλεθος
English (LSJ)
ὁ,
A ordure, dung, Ar.Ach. 1170, Ec.595 (σπέλεθος codd., cf. Moer.p.310 P.) : pl., πελέθοις βοῶν S. Ichn.414.
German (Pape)
[Seite 550] ὁ, auch σπέλεθος, Menschenkoth, Ar. Ach. 1169 Eccl. 591 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πέλεθος: ὁ, ἀνθρωπίνη κόπρος, περίττωμα, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1169, Ἐκκλ. 595· ἔνθα τὰ Ἀντίγραφα ἔχουσι τὸν οὐχὶ Ἀττ. τύπον, σπέλεθος, ὃν μνημονεύει ὁ Μοῖρις σ. 310.